- παρισθμίων
- παρίσθμιονfaucesneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμυγδαλίτιδα — η Ιατρ. μικροβιακή φλεγμονή των (παρίσθμιων) αμυγδαλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < amygdalitis, νεολατιν. επιστημον. όρος < νεολατιν. amygdala (πρβλ. αμυγδαλή) + νεολατιν. κατάλ. itis (πρβλ. ίτιδα)] … Dictionary of Greek
αμυγδαλεκτομή — η Ν (αγγλ. tonsilectomy γαλλ. amygdalectomie) η χειρουργική αφαίρεση τών παρίσθμιων αμυγδαλών … Dictionary of Greek
περισταφυλίτιδα — η, Ν ιατρ. πυώδης συνήθως φλεγμονή τού συνδετικού ιστού τών παρισθμίων που βρίσκεται γύρω από την κιονίδα ή τη σταφυλή, φλεγμονή που αποτελεί μέρος τής φλεγμονώδους κυνάγχης τού φάρυγγα … Dictionary of Greek
πισσοκωνία — ἡ, Α [πισσοκωνώ] (κατά τον Ησύχ.) επίχριση τών παρισθμίων τών προβάτων με πίσσα … Dictionary of Greek